Πάντα μου άρεσε να κρυφακούω τον άνεμο/
και να κοιτάζω μια στο χώμα μια στον ουρανό/
πάντα σου άρεσε να σου μιλάω για θάνατο/
να νιώθεις σαν θεός κραδαίνοντας τον κεραυνό/
και αυτή η θάλασσα κινείται από τα βάθη της/
κάτω από αυτό που βλέπεις σπρώχνονται τα λάθη της/
όπως μες στο μυαλό σου πολεμούν τα πάθη σου/
όπως κι η φυλακή σου έγινε η Ιθάκη σου/
σε κάποιους άρεσε να ψάχνουνε τη δόση τους/
εμένα μ’ άρεσε να ψάχνω μες στη γνώση τους/
σε αυτόν τον κόσμο πάντα άρεσαν τα άσχημα/
σε αυτόν τον κόσμο τον πιο όμορφο στο διάστημα/
κοιτά να δεις πως φτιάχνουνε πλέον τις γέφυρες/
δυο όχθες και πάνω η θέληση που έφερες/
κοιτά να δεις πως φτιάχνανε τους τάφους κάποτε/
τόσα δωμάτια γι’ αυτόν που δε θα βρουν ποτέ/
και κάπου μες στην καταιγίδα μου θόλωσε ο νους/
και μπέρδεψα τις παραλλήλους με μεσημβρινούς/
και με έναν ισημερινό ένωσα τους πολικούς/
και έκλεισα την καρδιά μου σε ένα βράχο μ’ αχινούς/
Και μέσα στα ανοιχτά με σκέπασε ένα κίνημα/
σκόρπια διαδήλωση και δύσκολο ξεκίνημα/
και σου ζητάω συγγνώμη αν λίγο τη χάλασα/
μα η διαδήλωση μια μέρα έγινε θάλασσα/
ας πούμε πως λίγο πιο δυνατά τ’ αγκάλιασα/
μα αυτή τη θάλασσα με τίποτα δεν άλλαζα/
γιατί μου δώσανε μια πόλη και την άλωσα/
ένα κελί που μπήκα μέσα και μεγάλωσα/
Από μικρό παιδί κυνηγούσα το τέλειο/
όνειρα γίνονταν ολογράμματα νύχτες με πανσέληνο/
σκέψεις που κρίναν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου/
πέθαναν λευκές σαν κόκκοι περιμετρικά της Μήλου/
τα χρόνια παίρνανε και δίνανε/
και οι σκέψεις και τα όνειρα δεν ξεχαστήκανε μα άμμος γίνανε/
μεταμορφώσαμε φαιά ουσία σε γείωση/
και αποκτήσαμε έδαφος για ενηλικίωση/
μα κάποιοι θέλανε τα μάτια μας δεμένα/
γιατί φοβόντουσαν το βλέμμα που καθρέφτιζε τα αστέρια/
ηρθαν φέροντας δώρα σαν τους Δαναούς/
και εσυ εγκατέλειψες την άμμο και πήγες μ’ αυτούς/
τα κάστρα που χτίσαμε πέσαν απ’ τα κύματα/
μα απ’ τα συντρίμμια μας περνάω ανά διαστήματα/
γιατί η ελπίδα δε θα ‘ναι ποτέ αγνοούμενη/
ίσως εδώ ξανά στην άμμο πριν γίνει κινούμενη/
σήμερα πέταξα πάλι κι η πτήση που ‘κανα/
μου ‘δειξε τη γη με την ενδυμασία του Πλούτωνα/
είπαμε τόσα πολλά, νιώσαμε τόσα πολλά/
εύθραυστα σαν φούσκες που φτιάχνουν παιδιά/
μα, απόψε βρέχει βελόνες ο ουρανός/
και εγώ πετάω προς το φως σαν πεταλούδα της νυκτός/
μέχρι να πεθάνω και να γεννηθώ αυτό είναι το πλάνο/
ραντεβού κάτω απ’ το φεγγάρι σε λευκή άμμο/
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου