Με μάτια κατακκόνινα γυρνούσα τα χαράματα,
φωτιά στα αγουροξυπνημένα μεροκάματα,
δεν άκουγα όταν μου ελεγαν τράβα να μάθεις γράμματα,
με φάγανε οι αλητοπαρέες και τα τρεχάματα,
Τ.Γ.Κ ως το θάνατο ή έστω στα γεράματα,
κοιτάω μια καταδίωξη ενώ φτιάχνω καφέ,
βγάζεις βόλτα το σκυλί σου δεν γυρίζεις ποτέ,
κυκλοφορούνε αναμεσά μας εξωγήινοι με μπλε ,
πλέον ετών 31, ποτέ κυριλέ,
στην ουρά για ένα αύριο που δεν θα ρθει ποτέ,
δε μπορεί, κάπου θα υπάρχει κι ένας κόσμος για μας,
με ξηγημένα λόγια κι άσχημα τατουάζ,
μέχρι τότε, το μόνο που 'χω είναι η προσωπικότητά μου,
τα λέρωμενα ρούχα μου και τ΄ άπλυτα μαλλιά μου,
δεν ξέρω τι κατάφερα μα χαίρεται η μαμά μου,
όταν κάπου, κάποιος, κάποτε, τ΄ανάβει στην υγειά μου,
τα παιδιά παίζουν κρυφτό στις τρύπες για το μετρό,
και εγώ γύρο απ' τον λευκό να μην μπορώ να κρυφτώ,
τι να μου πεις, τι να σου πω, κάτω απ΄τον γκρίζο ουρανό,
κάνω μπαμ κι εξαφανίζομαι στο πρώτο αστικό,
έχω ένα αστέρι απο τσιμέντο και το ακολουθάω,
σε βρεγμένα πεζοδρόμια νευρικά περπατάω,
στην πιο ψηλή ταράτσα ανεβαίνω και ρωτάω
ποιος πήρε το χαμόγελο απ' αυτούς που αγαπάω
τα πλάστικα κορίτσια με τα πλάστικα αισθήματα,
την βρίσκουν με τ΄ αγόρια που δεν το ΄χουνε σε τίποτα
στην πιο ψηλή ταράτσα ανεβαίνω και ρωτάω
ποιος πήρε το χαμόγελο απ' αυτούς που αγαπάω
για το που έκρυψαν τα ωραία, δεν έχω ιδέα
σε σακούλες απ΄ τα jumbo κι έπιπλα απ΄το ικεα
στους άφραγκους καταναλωτές στην τσιμισκή,
στην αγάπη που δεν πήραμε πίσω ούτε μια στιγμή,
έχω τον κόσμο γραμμένο σ΄ένα adidas παλιό,
το 'χω ζήσει το παράλογο πριν πάω στρατό,
έχω ανθρώπους να αγκαλιάζω ώσπου να κοιμηθώ
κι ένα πρόβλημα να λύσω πριν να φάω πρωινό,
έχω την όλγας να διασχείσω ώσπου να βρω τον ψηλό,
έντομα παγιδευμένα μες στον ίδιο ιστό,
το πέρα δώθε για το τίποτα, κάποιο το λένε γύρα,
Θεσσαλονίκη, επαρχία ή όπου μας ξεράσει η μοίρα,
μη μου φας τον αναπτύρα, γιατί μόλις τον πήρα,
βασιλιάδες που ΄χουν θρόνους τους, κασόνια από μπύρα,
ζώντας κάτω από το θόλο που όλα εκπέμπουνε φόβο,
ότι ανεβαίνει πέφτει σούμπιτο, μιλάω από πείρα,
φοράμε jockey στα κεφάλια μας και παραλαγές
έχουμε ανάγκη απο σχέδια και στρατηγικές,
γιατί όπως είπανε δυο τσάκαλοι πριν χρόνια στο queens
γίνεται πόλεμος εκεί έξω και κανείς ασφαλής,
έχω ένα αστέρι απο τσιμέντο και το ακολουθάω,
σε βρεγμένα πεζοδρόμια νευρικά περπατάω,
στην πιο ψηλή ταράτσα ανεβαίνω και ρωτάω
ποιος πήρε το χαμόγελο απ' αυτούς που αγαπάω
τα πλάστικα κορίτσια με τα πλάστικα αισθήματα,
την βρίσκουν με τ΄ αγόρια που δεν το ΄χουνε σε τίποτα
στην πιο ψηλή ταράτσα ανεβαίνω και ρωτάω
ποιος πήρε το χαμόγελο απ' αυτούς που αγαπάω
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου