Bong Da City - Έντεκα εικοσιπέντε
Ξαπλωμένος στο κρεβάτι, αφήνω το σώμα μου χαλαρό για να μουδιάσει βελόνες κατά μήκος προκαλούντε και συσπάσεις με σκοπό να προκαλώ το πνεύμα μου στο να αποδράσει εκεί που η λογική τελειώνει ξεκινούν άλλες διαστάσεις, βρισκόμενος σε μία, παράλογη ηρεμία, αφήνω το σώμα με το δωμάτιο εν αρμονία μη καταλάβουν οι ψυχές γιατί γι’ αυτές είναι σαν να ζουν 2 φορές εις βάρος μου και εγώ καμία, όταν σου δίνεται ευκαιρία, τα χέρια ως τις άκρες είναι κρύα, δε το νιώθεις όμως σίγουρα κάθε σου αρτηρία είναι και η μόνη μαρτυρία ότι είσαι απών στην ουτοπία χαμένος σε μηδενικά πίσω από κάθε φαντασία, όταν το σώμα σου πάνω απ’ το αληθινό αιωρείται …
… και δε σ’ ακούει κανείς!
Ότι αγάπησες σιχάθηκες τώρα που όλα γυρίζουν, ακόμα και οι δικοί σου δεν σε προσεγγίζουν, της πόλης το στόμα ανοιχτό, όσοι νομίζουν και δεν είναι σίγουρα γι αυτά που λένε το γνωρίζουν, όσοι φοβούνται να μιλήσουν θυμούνται κάθε κακή τους ανάμνηση μόνο, ως αποτέλεσμα το κεφάλι τους σκύβουν και με κοιτάνε παράξενα, φαίνομαι αλλόκοτος ανάμεσα στο πλήθος τους γιατί κοιτώ κατάματα, το τοποθετώ θετό το πυροδοτώ και μετά πετώ, αφήνω εγκαύματα! Μέρος της πόλης που κοιμάται τα χαράματα, ζωντανεύει τη νύχτα, είναι η χώρα των θαυμάτων η Αθήνα, για κοίτα, για κοίτα …
… μέσα στα μάτια … ναι, μέσα τα μάτια …
Όσο ανεβαίνω του πόνου τα σκαλοπάτια, δεν είδα ποτέ μου φάτσα κομπλέ, μονάχα κάποια ύπουλα, και ο χρόνος να κάνει πισωγυρίσματα, ύποπτα βήματα να πλησιάζουνε δίπλα σε με, μη με σκέφτεσαι γρήγορα πράξε, όπου και να ‘σαι ψάξε με, οι δρόμοι μας χωρίζουνε κάπου και καλά να ‘σαι, και καλά να ‘σαι, πληγές γεμίσανε τον κόσμο, η πόλη ναρκωμένη μένει μέχρι κι ο άνθρωπος σου θα στη φέρει κάποτε, να με θυμάσαι, ναι, να το θυμάσαι, βλέπει το τρίτο μάτι, όλοι μιλούν μέχρι ν’ αντέξουν αφού θελήσανε μαζί μου να μπλέξουν, σκάρτοι, ρουφιάνοι, πούλο από τον κράχτη, Bong Da City, αγκάθι, αγκάθι …
Πάνω στο χέρι μου το μικρόφωνο σου μετατρέπεται σε στάχτη, αναμετάδοση απ’ άκρη σ’ άκρη, κινούμενος στόχος μέσα στο χάρτη για τον καθένα που νομίζει πως κράζει, δεν υπάρχει λόγος, τα χέρια μου σταυρώνω γιατί αν τα ανοίξω θα μυρίσει πόνος, όλος ο κόσμος όλος είναι μόνος, αδιάσπαστος για τα προβλήματα μας είναι ο χρόνος κι αν τολμήσεις να βρεθείς μπροστά μου είναι γιατί θα ‘σαι κληρονόμος, της μουσικής σκηνής ο μετρονόμος είμαι για πολλούς MCs, ο λόγος που δεν κοιμούνται τα βράδια είμαστε εμείς, και κοίταξε να το πεις, πως σας έχω όλες ένα τετράστιχο εξ επαφής
Κι επειδή, μ ‘ένα δάκρυ άκρη δεν ψάχνω να βρω, οπλίζω, επαναφορά, το ύφος μου αποκρουστικό, κρουστικό, κρούει συναγερμό, ανοίγει το έδαφος στα δυό και καταπίνει ανεξέλεγκτα τον όχλο, τον κάθε στόχο, τον κάθε φόβο, μέσα στις φλέβες μου καυτό κυλάει και ρωτάνε αν το ‘χω, στήνετε κώλο, βλέπεις τους έδωσα αυτό το ρόλο να ‘ναι πρωταγωνιστές στην παράσταση που τους έχω όλους σόλο, μολονότι δεν κατέχουνε τον ήχο, το στίχο, ανάσα, οι ίδιοι ποζεράδες με την ίδια μάσκα
Και έχω τους δαίμονες, ακόμη παρέα, κι άσχημα νέα γιατί έκρυψε την τόσο όμορφη θέα, τελευταία ακούς μηνύματα δίχως αποστολέα σ’ όσους ύψωσαν πάνω απ’ την πόλη τη μαύρη σημαία, είναι φορές, ειλικρινά, που δεν έχω καμιά ιδέα στο γιατί να σκοτώσω αυτό που ονόμασες γιορτή, είναι στιγμή να πουν αλήθεια τα στόματα τους, τα πτώματα τους γυρνάνε μα δεν θα βρεις ποτέ τα αποτυπώματα τους, σε λεπτή γραμμή σωστού και λάθους τ’ ασκώ, σ’ αυτήν την πόλη την αγάπη εγκλωβίσανε σε μπετό, γι αυτό πετώ, γι αυτό αφήνω εσένα να φιλάς σταυρό, κρατάω μονάχα το δικό μου αδερφό … καρδιά μη σβήνεις.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου