Άψινθος - Μήπως φεύγοντας (κουπλέ)

Στο καταφύγιο της σιωπής με πιάνω πάλι
σε διάμετρο μιας φράσης κρυμμένης σαν πράξη
που 'γινε σαν κολλημένη εικόνα η μία πίσω απ' την άλλη, ζούμε
οι μνήμες μας ταινίες που ώρες ώρες ποθούμε κι αποτυπώματα απ' όνειρα
προβάλλοντας στιγμές που κοιτούμε καθώς δεν κρύφτηκα ποτέ πίσω απ' αυτά που αφηγούμαι
πίσω από κανένα χαρτί σε τροχιά ελλειπτική, εικόνες, ήχοι, χρώματα, μα λείπει η ίδια μουσική
εκείνη που 'κανε τη καρδιά να πάλλεται σαν να 'σουνα παιδί που αναπολεί την αθωότητα σε βλέμματα οικεία
τη πιο φωτεινή μας γωνία σκοτώσαμε για να επιβιώσουμε μαζί με ξένους συγγενείς κι εχθρούς σ' αυτή τη γκρίζα πολιτεία
έγινε η αγάπη ηδονής πορνεία κι ο ρομαντισμός αυλαία
μάσκα για την εσωτερική μανία που κρύβει η ψυχή
τυφλός αφηγητής στη πιο μύχια ιστορία
στη παράξενη μοναχική εποχή συμβιβασμένοι όλοι στην αποστροφή
στη Πειραιώς περιπλανιέται η θύμησή σου μπροστά από τα μάτια μου πριν από τη στροφή που 'χες να κάνεις
καμμένο φιλμ το αίσθημα αυτό που θες να πεις να χάνεις
«δεν ζεις μ' αναμνήσεις και τύψεις»
λευκό μοντάζ ζωής όταν δεν μπορείς την ψυχή σου ν' αγγίξεις
όταν η νύχτα αναζητεί τη καρδιά σου έστω για λίγο να μιλήσεις στ' άδειο κέντρο
βρίσκω όσα αγάπησα σε δέκατα πίσσας στη κάφτρα στο τελευταίο τσιγάρο μέσα απ' το πακέτο
Μενάνδρου, Φλεβάρης του '10, ακίνητος και παγωμένος στέκω λίγα εκατοστά στη πρόσκρουση
στα χείλη χορεύει η ίδια ερώτηση
«τι 'ναι αυτό που σε φοβίζει πιο πολύ;»
μα δε λυγίζει η απόσταση
κόρες διεσταλμένες καθρεφτίζονται πάνω στη φόρτιση σαν άδειο λίκνο
κρύβεις το βλέμμα σου όσο η ανατολή κλέβει το τελευταίο σου ίσκιο
τα δόντια σφίγγω και τρελαίνομαι
πως να γλιτώσω απ' το αντίο που από παιδί τόσο σιχαίνομαι;
σκοτώνουν όποιον νοσταλγεί, κι αφού στα θέλω δειλιάζεις δε θα 'μαστε πλεον εκεί
στα «σ' αγαπώ» που φοβάται το στόμα σου να προφέρει να πει
κι ούτε το βλέμμα σου το λέει και το εννοεί
γίνεσαι ξένη και διστάζεις, ποια είσαι εσύ που με την άκρη του ματιού σου τώρα με κοιτάζεις;
σ' ανεκπλήρωτη ενοχή πίσω απ'το τζάμι του αστικού που αναχωρεί
δεν έχει πλέον σημασία, τι κι αν κοιτάξεις πίσω;
άδεια πόλη που σκοτώνει τη στιγμή και την ουσία σ' αντιδράσεις
δρόμοι έρημοι οι εξομολογητές γράφοντας ποιήματα στων «αστικών» τις στάσεις
φεύγω και χάνομαι απ' το κόσμο που όλοι παίζουν ρόλους σ' άδειες παραστάσεις
έτσι κι αλλιώς η λέξη ποιήματα από μόνη της σημαίνει πράξεις, σημαίνει πράξεις...

Σχόλια

Popular posts

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *